ξόρκισμα

ξόρκισμα
τό
1) заклятие; 2) заклинание, мольба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξόρκισμα" в других словарях:

  • ξόρκισμα — το [ξορκίζω] ξόρκι …   Dictionary of Greek

  • ξόρκισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξορκίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμέτρημα — το [ξεμετρώ] ξόρκισμα …   Dictionary of Greek

  • ξορκισμός — ο [ξορκίζω] το ξόρκισμα …   Dictionary of Greek

  • παραστιχίς — ίδος, ἡ, Α 1. (ιδίως για σύντομα ποιήματα ή στίχους) ό,τι είναι γραμμένο παραπλεύρως, στο πλάι, η ακροστιχίδα 2. (για μαγική συνταγή) ξόρκι, ξόρκισμα, εξορκισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στίχος + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»